θερσίτειος

θερσίτειος
ος , ον см. θερσιτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θερσίτειος" в других словарях:

  • θερσίτειος — θερσίτειος, ον (Μ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θερσίτη 2. ο αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θερσίτης. Η δεύτερη σημασία λόγω τής γνωστής αναίδειας και θρασυδειλίας τού εν λόγω μυθικού προσώπου] …   Dictionary of Greek

  • θερσιτικός — ή, ό θρασύδειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θερσίτης. Για τη σημασία πρβλ. θερσίτειος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»