θερσίτειος
Смотреть что такое "θερσίτειος" в других словарях:
θερσίτειος — θερσίτειος, ον (Μ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θερσίτη 2. ο αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θερσίτης. Η δεύτερη σημασία λόγω τής γνωστής αναίδειας και θρασυδειλίας τού εν λόγω μυθικού προσώπου] … Dictionary of Greek
θερσιτικός — ή, ό θρασύδειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θερσίτης. Για τη σημασία πρβλ. θερσίτειος] … Dictionary of Greek